- μανδραγοριζομένη
- μανδρᾰγορ-ιζομένη, ἡ,A the mandrake-drugged, title of play by Alexis:—[voice] Act. in Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μανδραγοριζομένη — μανδραγοριζομένη, ἡ (Α) πιθ. αυτή που ήπιε μανδραγόρα 2. ως κύριο όν. Μανδραγοριζομένη τίτλος έργου τού κωμικοῡ Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδραγόρας μέσω ενός αμάρτυρου *μανδραγορίζω] … Dictionary of Greek
μανδραγοριζομένῃ — μανδραγοριζομένη the mandrake drugged fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)